οχλοβοή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οχλοβοή οι οχλοβοές
      γενική της οχλοβοής των οχλοβοών
    αιτιατική την οχλοβοή τις οχλοβοές
     κλητική οχλοβοή οχλοβοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οχλοβοή < όχλος + -ο- + βοή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.xlo.voˈi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οχλοβοή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]