οψιμότερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οψιμότερος | η | οψιμότερη | το | οψιμότερο |
γενική | του | οψιμότερου | της | οψιμότερης | του | οψιμότερου |
αιτιατική | τον | οψιμότερο | την | οψιμότερη | το | οψιμότερο |
κλητική | οψιμότερε | οψιμότερη | οψιμότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οψιμότεροι | οι | οψιμότερες | τα | οψιμότερα |
γενική | των | οψιμότερων | των | οψιμότερων | των | οψιμότερων |
αιτιατική | τους | οψιμότερους | τις | οψιμότερες | τα | οψιμότερα |
κλητική | οψιμότεροι | οψιμότερες | οψιμότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οψιμότερος < όψιμ(ος) + -ότερος. Δείτε και τον ελληνιστικό συγκριτικό βαθμό ὀψιμώτερος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.psiˈmo.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ψι‐μό‐τε‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
οψιμότερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του όψιμος
- → δείτε παράθεμα στο αυτοκτονικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονολεκτικός συγκριτικός βαθμός
|