παμπροσφυγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παμπροσφυγικός < παμ- + προσφυγικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paɱ.pɾo.sfi.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παμ‐προ‐σφυ‐γι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
παμπροσφυγικός, -ή, -ό
- που αφορά όλους τους πρόσφυγες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παμπροσφυγικός
|