πανεύφημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανεύφημος < ελληνιστική κοινή πανεύφημος
Επίθετο[επεξεργασία]
πανεύφημος
- (λόγιο) που ευφημείται σε μεγάλο βαθμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανεύφημος
|