παρένθεσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρένθεσῐς | αἱ | παρενθέσεις | ||||
γενική | τῆς | παρενθέσεως | τῶν | παρενθέσεων | ||||
δοτική | τῇ | παρενθέσει | ταῖς | παρενθέσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παρένθεσῐν | τὰς | παρενθέσεις | ||||
κλητική ὦ! | παρένθεσῐ | παρενθέσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρενθέσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παρενθεσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρένθεσις < παρεντίθημι, παρενθε- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἔνθεσις < ἔν- + αρχαία ελληνική θέσις < τίθημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρένθεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (γραμματική)
- (αρχική σημασία) προσθήκη φωνήεντος
- ※ 1ος πκε αιώνας Τρύφων (γραμματικός), Περὶ παθῶν Excerpta peri pathon, Teubner, 1895
- Παρένθεσις δὲ ἐστι προσθήκη φωνήεντος ἐντὸς τῆς πρώτης καὶ τελευταίας συλλαβῆς οὐ ποιοῦντος συλλαβήν, εἰ ἐλλείψοι, οἷον μόνος μοῦνος, ὁδός οὐδός.
- ※ 1ος πκε αιώνας Τρύφων (γραμματικός), Περὶ παθῶν Excerpta peri pathon, Teubner, 1895
- παρεμβαλλόμενη φράση, παρένθεση, παρενθετική φράση
- ※ 2ος κε αιώνας Ἑρμογένης Ταρσεύς (ρήτορας, γραμματικός), Περί ιδεών Οἱ ἐν τῇ ρητορικῇ τέχνῃ κορυφαῖοι, Joannis Crispini,1569
- καὶ τὸ ὑπερβατὸν δέ, εἰμὴ κατὰ παρένθεσιν γίνοιτο, ἀλλὰ καθ ’ ὑπέρθεσιν […] (σχετικά με το σχήμα υπερβατό)
- ※ 2ος κε αιώνας Ἑρμογένης Ταρσεύς (ρήτορας, γραμματικός), Περί ιδεών Οἱ ἐν τῇ ρητορικῇ τέχνῃ κορυφαῖοι, Joannis Crispini,1569
- (αρχική σημασία) προσθήκη φωνήεντος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις παρεντίθημι, παρά, θέσις και τίθημι
Πηγές[επεξεργασία]
- παρένθεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- παρένθεση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -σις (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἔν- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)