παραγάγγλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραγάγγλιο | τα | παραγάγγλια |
γενική | του | παραγάγγλιου & παραγαγγλίου |
των | παραγάγγλιων & παραγαγγλίων |
αιτιατική | το | παραγάγγλιο | τα | παραγάγγλια |
κλητική | παραγάγγλιο | παραγάγγλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγάγγλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paraganglion < ελληνιστική κοινή παρά + γάγγλιον / γαγγλίον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγάγγλιο ουδέτερο
- (βιολογία) συστάδα νευροενδοκρινικών κυττάρων που παράγουν ορμόνες οι οποίες ρυθμίζουν διάφορες λειτουργίες του σώματος, όπως τη λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος, την πέψη και την αρτηριακή πίεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγάγγλιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)