παραγινωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παραγίνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
παραγινωμένος, -η, -ο
- (για καρπούς) που δεν είναι πια ώριμος, αλλά ακόμη βρώσιμος και όχι χαλασμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγινωμένος
|