παραγιομισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγιομισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραγιομίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
παραγιομισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παραγιομίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγιομισμένος
|