παραληφθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραληφθείς
παραληφθέντας
η παραληφθείσα το παραληφθέν
      γενική του παραληφθέντος
παραληφθέντα
της παραληφθείσας
παραληφθείσης*
του παραληφθέντος
    αιτιατική τον παραληφθέντα την παραληφθείσα το παραληφθέν
     κλητική παραληφθείς
παραληφθέντα
παραληφθείσα παραληφθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραληφθέντες οι παραληφθείσες τα παραληφθέντα
      γενική των παραληφθέντων των παραληφθεισών των παραληφθέντων
    αιτιατική τους παραληφθέντες τις παραληφθείσες τα παραληφθέντα
     κλητική παραληφθέντες παραληφθείσες παραληφθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

παραληφθείς, -είσα, -έν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παραληφθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλαμβάνομαι
  2. θα παραληφθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλαμβάνομαι