παραληφθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παραληφθείς & παραληφθέντας |
η | παραληφθείσα | το | παραληφθέν |
γενική | του | παραληφθέντος & παραληφθέντα |
της | παραληφθείσας & παραληφθείσης* |
του | παραληφθέντος |
αιτιατική | τον | παραληφθέντα | την | παραληφθείσα | το | παραληφθέν |
κλητική | παραληφθείς & παραληφθέντα |
παραληφθείσα | παραληφθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παραληφθέντες | οι | παραληφθείσες | τα | παραληφθέντα |
γενική | των | παραληφθέντων | των | παραληφθεισών | των | παραληφθέντων |
αιτιατική | τους | παραληφθέντες | τις | παραληφθείσες | τα | παραληφθέντα |
κλητική | παραληφθέντες | παραληφθείσες | παραληφθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]παραληφθείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος παραλαμβάνω: που παραλήφθηκε ήδη στο παρελθόν
- άλλες μορφές: παραληφθέντας (με νεότερες καταλήξεις)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραληφθείς
|
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]παραληφθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλαμβάνομαι
- θα παραληφθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλαμβάνομαι
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)