παραλογιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραλογιασμένος η παραλογιασμένη το παραλογιασμένο
      γενική του παραλογιασμένου της παραλογιασμένης του παραλογιασμένου
    αιτιατική τον παραλογιασμένο την παραλογιασμένη το παραλογιασμένο
     κλητική παραλογιασμένε παραλογιασμένη παραλογιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραλογιασμένοι οι παραλογιασμένες τα παραλογιασμένα
      γενική των παραλογιασμένων των παραλογιασμένων των παραλογιασμένων
    αιτιατική τους παραλογιασμένους τις παραλογιασμένες τα παραλογιασμένα
     κλητική παραλογιασμένοι παραλογιασμένες παραλογιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραλογιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραλογιάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

παραλογιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]