παραπληροφορημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπληροφορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραπληροφορώ
Μετοχή[επεξεργασία]
παραπληροφορημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παραπληροφορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπληροφορημένος
|