παραφρονημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραφρονημένος η παραφρονημένη το παραφρονημένο
      γενική του παραφρονημένου της παραφρονημένης του παραφρονημένου
    αιτιατική τον παραφρονημένο την παραφρονημένη το παραφρονημένο
     κλητική παραφρονημένε παραφρονημένη παραφρονημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραφρονημένοι οι παραφρονημένες τα παραφρονημένα
      γενική των παραφρονημένων των παραφρονημένων των παραφρονημένων
    αιτιατική τους παραφρονημένους τις παραφρονημένες τα παραφρονημένα
     κλητική παραφρονημένοι παραφρονημένες παραφρονημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραφρονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραφρονώ

Μετοχή[επεξεργασία]

παραφρονημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]