παρομοιωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρομοιωμένος η παρομοιωμένη το παρομοιωμένο
      γενική του παρομοιωμένου της παρομοιωμένης του παρομοιωμένου
    αιτιατική τον παρομοιωμένο την παρομοιωμένη το παρομοιωμένο
     κλητική παρομοιωμένε παρομοιωμένη παρομοιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρομοιωμένοι οι παρομοιωμένες τα παρομοιωμένα
      γενική των παρομοιωμένων των παρομοιωμένων των παρομοιωμένων
    αιτιατική τους παρομοιωμένους τις παρομοιωμένες τα παρομοιωμένα
     κλητική παρομοιωμένοι παρομοιωμένες παρομοιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρομοιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρομοιώνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

παρομοιωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]