παρομοιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρομοιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρομοιώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]παρομοιωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρομοιώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρομοιωμένος
|