παροντισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παροντισμός οι παροντισμοί
      γενική του παροντισμού των παροντισμών
    αιτιατική τον παροντισμό τους παροντισμούς
     κλητική παροντισμέ παροντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παροντισμός < παρόν + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική presentism)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παροντισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]