παροντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροντισμός < παρόν + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική presentism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροντισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η ανιστορική ερμηνεία (≈παρερμηνεία, στρεβλωτική προσέγγιση) φαινομένων ή καταστάσεων του παρελθόντος με όρους σημερινών πεποιθήσεων και γνώσεων
- ※ Και ο παροντισμός, όπως σημειώνει ο Τραβέρσο, συνοψίζεται σε δύο κεντρικά γνωρίσματα: την απουσία μέλλοντος (καμία διαλεκτική παρελθόντος - παρόντος - μέλλοντος, μόνο κατάδυση σε ένα παρελθόν που γεμίζει από την υποκειμενικότητα του γράφοντος) και την απολίτικη ματιά (καμία συλλογική σκόπευση, πόσο μάλλον στράτευση, μόνο ένας γενικευμένος αισθητισμός με ποικίλες δόσεις αναθεωρητισμού, ηθικολογίας ή φετιχισμού των «τόπων μνήμης»). (27.03.2022)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παροντιστής
- παροντιστικός
- → δείτε τη λέξη παρόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροντισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)