παρωδημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρωδημένος η παρωδημένη το παρωδημένο
      γενική του παρωδημένου της παρωδημένης του παρωδημένου
    αιτιατική τον παρωδημένο την παρωδημένη το παρωδημένο
     κλητική παρωδημένε παρωδημένη παρωδημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρωδημένοι οι παρωδημένες τα παρωδημένα
      γενική των παρωδημένων των παρωδημένων των παρωδημένων
    αιτιατική τους παρωδημένους τις παρωδημένες τα παρωδημένα
     κλητική παρωδημένοι παρωδημένες παρωδημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρωδημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρωδώ

Μετοχή[επεξεργασία]

παρωδημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]