παρωδημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρωδημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρωδώ
Μετοχή[επεξεργασία]
παρωδημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρωδώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρωδημένος
|