πεθυμημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεθυμημένος η πεθυμημένη το πεθυμημένο
      γενική του πεθυμημένου της πεθυμημένης του πεθυμημένου
    αιτιατική τον πεθυμημένο την πεθυμημένη το πεθυμημένο
     κλητική πεθυμημένε πεθυμημένη πεθυμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεθυμημένοι οι πεθυμημένες τα πεθυμημένα
      γενική των πεθυμημένων των πεθυμημένων των πεθυμημένων
    αιτιατική τους πεθυμημένους τις πεθυμημένες τα πεθυμημένα
     κλητική πεθυμημένοι πεθυμημένες πεθυμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεθυμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πεθυμώ

Μετοχή[επεξεργασία]

πεθυμημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]