πεθυμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεθυμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πεθυμώ
Μετοχή[επεξεργασία]
πεθυμημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πεθυμώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεθυμημένος
|