πειθαναγκασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειθαναγκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πειθαναγκάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πειθαναγκασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πειθαναγκάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειθαναγκασμένος
|