πενθηφορεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πενθηφορεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πενθηφορώ
Μετοχή[επεξεργασία]
πενθηφορεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πενθηφορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πενθηφορεμένος
|