περιεδρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιεδρικός η περιεδρική το περιεδρικό
      γενική του περιεδρικού της περιεδρικής του περιεδρικού
    αιτιατική τον περιεδρικό την περιεδρική το περιεδρικό
     κλητική περιεδρικέ περιεδρική περιεδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιεδρικοί οι περιεδρικές τα περιεδρικά
      γενική των περιεδρικών των περιεδρικών των περιεδρικών
    αιτιατική τους περιεδρικούς τις περιεδρικές τα περιεδρικά
     κλητική περιεδρικοί περιεδρικές περιεδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιεδρικός < περι- + έδρ(α) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

περιεδρικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • περιεδρικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)