περιεδρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
περιεδρικός
- (ιατρική) που σχετίζεται με την περιοχή γύρω από τον πρωκτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιεδρικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- περιεδρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)