περιεργασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιεργασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιεργάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
περιεργασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περιεργάζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιεργασμένος
|