περιεργασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιεργασμένος η περιεργασμένη το περιεργασμένο
      γενική του περιεργασμένου της περιεργασμένης του περιεργασμένου
    αιτιατική τον περιεργασμένο την περιεργασμένη το περιεργασμένο
     κλητική περιεργασμένε περιεργασμένη περιεργασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιεργασμένοι οι περιεργασμένες τα περιεργασμένα
      γενική των περιεργασμένων των περιεργασμένων των περιεργασμένων
    αιτιατική τους περιεργασμένους τις περιεργασμένες τα περιεργασμένα
     κλητική περιεργασμένοι περιεργασμένες περιεργασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιεργασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιεργάζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

περιεργασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]