περιφλεγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιφλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιφλέγω
Μετοχή
[επεξεργασία]περιφλεγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περιφλέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιφλεγμένος
|