πηλοβατημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηλοβατημένος η πηλοβατημένη το πηλοβατημένο
      γενική του πηλοβατημένου της πηλοβατημένης του πηλοβατημένου
    αιτιατική τον πηλοβατημένο την πηλοβατημένη το πηλοβατημένο
     κλητική πηλοβατημένε πηλοβατημένη πηλοβατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηλοβατημένοι οι πηλοβατημένες τα πηλοβατημένα
      γενική των πηλοβατημένων των πηλοβατημένων των πηλοβατημένων
    αιτιατική τους πηλοβατημένους τις πηλοβατημένες τα πηλοβατημένα
     κλητική πηλοβατημένοι πηλοβατημένες πηλοβατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηλοβατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πηλοβατώ

Μετοχή[επεξεργασία]

πηλοβατημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]