πιδακισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιδακισμένος η πιδακισμένη το πιδακισμένο
      γενική του πιδακισμένου της πιδακισμένης του πιδακισμένου
    αιτιατική τον πιδακισμένο την πιδακισμένη το πιδακισμένο
     κλητική πιδακισμένε πιδακισμένη πιδακισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιδακισμένοι οι πιδακισμένες τα πιδακισμένα
      γενική των πιδακισμένων των πιδακισμένων των πιδακισμένων
    αιτιατική τους πιδακισμένους τις πιδακισμένες τα πιδακισμένα
     κλητική πιδακισμένοι πιδακισμένες πιδακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιδακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιδακίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

πιδακισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]