πιθαμφορέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιθαμφορέας οι πιθαμφορείς
      γενική του πιθαμφορέα των πιθαμφορέων
    αιτιατική τον πιθαμφορέα τους πιθαμφορείς
     κλητική πιθαμφορέα πιθαμφορείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιθαμφορέας < πίθ(ος) + αμφορέας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.θaɱ.foˈɾe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐θαμ‐φο‐ρέ‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Πιθαμφορέας απο την αρχαία Νεμέα

πιθαμφορέας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.