πιπερισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιπερισμένος η πιπερισμένη το πιπερισμένο
      γενική του πιπερισμένου της πιπερισμένης του πιπερισμένου
    αιτιατική τον πιπερισμένο την πιπερισμένη το πιπερισμένο
     κλητική πιπερισμένε πιπερισμένη πιπερισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιπερισμένοι οι πιπερισμένες τα πιπερισμένα
      γενική των πιπερισμένων των πιπερισμένων των πιπερισμένων
    αιτιατική τους πιπερισμένους τις πιπερισμένες τα πιπερισμένα
     κλητική πιπερισμένοι πιπερισμένες πιπερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιπερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιπερίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

πιπερισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]