πιτσαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pitasˈðɔɾɔs/
- συλλαβισμός : πι‐τσα‐δό‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιτσαδόρος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασκευαστής πίτσας