πλακατζίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλακατζίδικος < πλακατζ(ής) + -ίδικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pla.kaˈd͡zi.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐κα‐τζί‐δι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
πλακατζίδικος, -η, -ο
- (προφορικό) που προκαλεί γέλιο, που διασκεδάζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλακατζίδικος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πλακατζίδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας