Μετάβαση στο περιεχόμενο

πλακατζής

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλακατζής < πλάκ(α) + -ατζής [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pla.kaˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλακατζής

Επίθετο

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλακατζής η πλακατζού το πλακατζίδικο
& πλακατζήδικο
      γενική του πλακατζή της πλακατζούς του πλακατζίδικου
& πλακατζήδικου
    αιτιατική τον πλακατζή την πλακατζού το πλακατζίδικο
& πλακατζήδικο
     κλητική πλακατζή πλακατζού πλακατζίδικο
& πλακατζήδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλακατζήδες οι πλακατζούδες τα πλακατζίδικα
& πλακατζήδικα
      γενική των πλακατζήδων των πλακατζούδων των πλακατζίδικων
& πλακατζήδικων
    αιτιατική τους πλακατζήδες τις πλακατζούδες τα πλακατζίδικα
& πλακατζήδικα
     κλητική πλακατζήδες πλακατζούδες πλακατζίδικα
& πλακατζήδικα
Το ουδέτερο, από επίθετα σε -ίδικος, απλοποιημένη γραφή του -ήδικος.
Κατηγορία όπως «πλακατζής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πλακατζής, -ού, -ίδικο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλακατζής οι πλακατζήδες
      γενική του πλακατζή των πλακατζήδων
    αιτιατική τον πλακατζή τους πλακατζήδες
     κλητική πλακατζή πλακατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πλακατζής αρσενικό (θηλυκό πλακατζού)

  1. άτομο που κάνει πλάκες
  2. (σπάνιο) ο πλακάς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη πλάκα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]