πλακωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλακώνω, πλακώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
πλακωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πλακώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλακωμένος
|