πλατφορμοκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλατφορμοκεντρικός < πλατφόρμα + -ο- + κεντρικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική platform centric)
Επίθετο[επεξεργασία]
πλατφορμοκεντρικός
- (νεολογισμός) που έχει στο επίκεντρό του μια πλατφόρμα μάχης (μαχητικά αεροσκάφη, πολεμικά πλοία, άρματα μάχης κ.λπ.)
- ↪ η σημερινή διεξαγωγή πολέμου λέγεται πλατφορμοκεντρική και τείνει να αντικατασταθεί από την δικτυοκεντρική
- (νεολογισμός) που έχει στο επίκεντρό του μια διαδικτυακή πλατφόρμα
- ↪πλατφορμοκεντρικός σχεδιασμός ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλατφορμοκεντρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)