πλοιαρχημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλοιαρχημένος η πλοιαρχημένη το πλοιαρχημένο
      γενική του πλοιαρχημένου της πλοιαρχημένης του πλοιαρχημένου
    αιτιατική τον πλοιαρχημένο την πλοιαρχημένη το πλοιαρχημένο
     κλητική πλοιαρχημένε πλοιαρχημένη πλοιαρχημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλοιαρχημένοι οι πλοιαρχημένες τα πλοιαρχημένα
      γενική των πλοιαρχημένων των πλοιαρχημένων των πλοιαρχημένων
    αιτιατική τους πλοιαρχημένους τις πλοιαρχημένες τα πλοιαρχημένα
     κλητική πλοιαρχημένοι πλοιαρχημένες πλοιαρχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλοιαρχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλοιαρχώ

Μετοχή[επεξεργασία]

πλοιαρχημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]