πλοιοκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pli.o.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλοι‐ο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
πλοιοκεντρικός, -ή, -ό
- διαχείριση με βάση το πλοίο
- ※ Η έρευνα του ενάλιου πολιτισμικού τοπίου όπως αναπτύχθηκε από τον Westerdahl (1992) αλλά και από άλλους ερευνητές (π.χ. ....), οι οποίοι σταδιακά αναθεώρησαν τις λεγόμενες «πλοιοκεντρικές» (ship-centric view) προσεγγίσεις και τις επαναπροσδιόρισαν με βάση και τις ευρύτερες τάσεις της έρευνας του πολιτισμικού τοπίου (cultural landscape), έρχεται να καλύψει ουσιαστικά το κενό ανάμεσα στην πρακτική άσκηση της χερσαίας και της ενάλιας αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη, 2013 σελ. 63 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλοιοκεντρικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)