πολιτευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολιτεύομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
πολιτευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολιτεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτευμένος
|