πολιτικοδικαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοδικαστικός η πολιτικοδικαστική το πολιτικοδικαστικό
      γενική του πολιτικοδικαστικού της πολιτικοδικαστικής του πολιτικοδικαστικού
    αιτιατική τον πολιτικοδικαστικό την πολιτικοδικαστική το πολιτικοδικαστικό
     κλητική πολιτικοδικαστικέ πολιτικοδικαστική πολιτικοδικαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοδικαστικοί οι πολιτικοδικαστικές τα πολιτικοδικαστικά
      γενική των πολιτικοδικαστικών των πολιτικοδικαστικών των πολιτικοδικαστικών
    αιτιατική τους πολιτικοδικαστικούς τις πολιτικοδικαστικές τα πολιτικοδικαστικά
     κλητική πολιτικοδικαστικοί πολιτικοδικαστικές πολιτικοδικαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτικοδικαστικός < πολιτικ(ός) + -ο- + δικαστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πολιτικοδικαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]