πολιτικοδικαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτικοδικαστικός < πολιτικ(ός) + -ο- + δικαστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολιτικοδικαστικός, -ή, -ό
- (πολιτική, νομικός όρος) που σχετίζεται με την πολιτική και την δικαιοσύνη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πολιτική και δικαιοσύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτικοδικαστικός
|