πολλαπλασιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολλαπλασιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
πολλαπλασιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολλαπλασιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολλαπλασιασμένος
|