πολυάστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυάστερος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυάστερος, -η, -ο
- που έχει πολλά αστέρια
- πολυάστερος ουρανός
- (μεταφορικά) που έχει πολλές γνωστές προσωπικότητες
- πολυάστερη επιτροπή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυάστερος
|