πολυκόμβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκόμβος < πολυ- + κόμβος (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supernode)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυκόμβος αρσενικό
- ένας μεγάλος και πολύπλοκος κυκλοφοριακός κόμβος
- (πληροφορική, φυσική) τμήμα κυκλώματος που περικλείει περισσότερους από έναν κόμβους
- άλλες μορφές: υπερκόμβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)