nexus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nexus (en)
- η σύνδεση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nexus (μετοχή) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος nectō
- nexus (ουσιαστικό) < nectō
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
nexus (la), -a, -um
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | nexus | nexa | nexum | nexī | nexae | nexa |
γενική | nexī | nexae | nexī | nexōrum | nexārum | nexōrum |
δοτική | nexō | nexae | nexō | nexīs | nexīs | nexīs |
αιτιατική | nexum | nexam | nexum | nexōs | nexās | nexa |
κλητική | nexe | nexa | nexum | nexī | nexae | nexa |
αφαιρετική | nexō | nexā | nexō | nexīs | nexīs | nexīs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nexus (la), -us
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nexus | nexūs |
γενική | nexūs | nexuum |
δοτική | nexuī | nexibus |
αιτιατική | nexum | nexūs |
κλητική | nexus | nexūs |
αφαιρετική | nexū | nexibus |