πολυχρονισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυχρονισμένος η πολυχρονισμένη το πολυχρονισμένο
      γενική του πολυχρονισμένου της πολυχρονισμένης του πολυχρονισμένου
    αιτιατική τον πολυχρονισμένο την πολυχρονισμένη το πολυχρονισμένο
     κλητική πολυχρονισμένε πολυχρονισμένη πολυχρονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυχρονισμένοι οι πολυχρονισμένες τα πολυχρονισμένα
      γενική των πολυχρονισμένων των πολυχρονισμένων των πολυχρονισμένων
    αιτιατική τους πολυχρονισμένους τις πολυχρονισμένες τα πολυχρονισμένα
     κλητική πολυχρονισμένοι πολυχρονισμένες πολυχρονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυχρονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολυχρονίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

πολυχρονισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]