πολωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
πολωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολωμένος
|