πολύδυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poˈli.ði.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐δυ‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύδυμος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που αφορά κύηση με περισσότερα από ένα έμβρυα
- ※ Στο εναγώνιο ερώτημα «είναι όλα καλά γιατρέ με το μωρό μου;», απαντήσεις δίνει η προγεννητική διάγνωση με υπερσύγχρονα μηχανήματα και θεραπευτικές ενδομήτριες παρεμβάσεις σε πάσχοντα έμβρυα. Αποτέλεσμα είναι η μείωση της περιγεννητικής θνησιμότητας, η επιβίωση νεογνών με χαμηλό βάρος, η αντιμετώπιση των επιπλοκών στις πολύδυμες κυήσεις, η θεραπεία σε παθήσεις των εμβρύων όσο αυτά βρίσκονται ακόμη μέσα στη μήτρα και η αντιμετώπιση παθήσεων (λοιμώξεις, υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης) στη μητέρα για να φέρει στον κόσμο υγιή παιδιά. (Γιώτα Μυρτσιώτη, Τα θαύματα της προγεννητικής ιατρικής, Η Καθημερινή, 17 Μαρτίου 2005)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύδυμος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολύ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δυμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)