πολύδυμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύδυμος η πολύδυμη το πολύδυμο
      γενική του πολύδυμου της πολύδυμης του πολύδυμου
    αιτιατική τον πολύδυμο την πολύδυμη το πολύδυμο
     κλητική πολύδυμε πολύδυμη πολύδυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύδυμοι οι πολύδυμες τα πολύδυμα
      γενική των πολύδυμων των πολύδυμων των πολύδυμων
    αιτιατική τους πολύδυμους τις πολύδυμες τα πολύδυμα
     κλητική πολύδυμοι πολύδυμες πολύδυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύδυμος < πολύ- + -δυμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈli.ði.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λύ‐δυ‐μος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολύδυμος, -η, -ο

  • (νεολογισμός) που αφορά κύηση με περισσότερα από ένα έμβρυα
    ※  Στο εναγώνιο ερώτημα «είναι όλα καλά γιατρέ με το μωρό μου;», απαντήσεις δίνει η προγεννητική διάγνωση με υπερσύγχρονα μηχανήματα και θεραπευτικές ενδομήτριες παρεμβάσεις σε πάσχοντα έμβρυα. Αποτέλεσμα είναι η μείωση της περιγεννητικής θνησιμότητας, η επιβίωση νεογνών με χαμηλό βάρος, η αντιμετώπιση των επιπλοκών στις πολύδυμες κυήσεις, η θεραπεία σε παθήσεις των εμβρύων όσο αυτά βρίσκονται ακόμη μέσα στη μήτρα και η αντιμετώπιση παθήσεων (λοιμώξεις, υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης) στη μητέρα για να φέρει στον κόσμο υγιή παιδιά. (Γιώτα Μυρτσιώτη, Τα θαύματα της προγεννητικής ιατρικής, Η Καθημερινή, 17 Μαρτίου 2005)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr