πορπατημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πορπατημένος η πορπατημένη το πορπατημένο
      γενική του πορπατημένου της πορπατημένης του πορπατημένου
    αιτιατική τον πορπατημένο την πορπατημένη το πορπατημένο
     κλητική πορπατημένε πορπατημένη πορπατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πορπατημένοι οι πορπατημένες τα πορπατημένα
      γενική των πορπατημένων των πορπατημένων των πορπατημένων
    αιτιατική τους πορπατημένους τις πορπατημένες τα πορπατημένα
     κλητική πορπατημένοι πορπατημένες πορπατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορπατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πορπατώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

πορπατημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]