πορσελάνινος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πορσελάνινος < πορσελάνη + -ινος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική porcelainier[1])
Επίθετο
[επεξεργασία]πορσελάνινος, -η, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πορσελάνινος
- ↑ πορσελάνινος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)