πουριασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πουριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πουριάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πουριασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πουριάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουριασμένος
|