πρήχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρήχτης | οι | πρήχτες |
γενική | του | πρήχτη | των | πρηχτών |
αιτιατική | τον | πρήχτη | τους | πρήχτες |
κλητική | πρήχτη | πρήχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρήχτης < πρήζω, θέμα πρηκ- + -της με ανομοίωση [kt] > [xt]. Δείτε και τα μπήχτης, πνίχτης, φταίχτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾix.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρήχ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρήχτηςαρσενικό
- (προφορικό) δυσάρεστος άνθρωπος που όλο μιλά, γκρινιάζει, παραπονιέται ή ζητάει, που μας πρήζει
- ≈ συνώνυμα: πολύ ενοχλητικός, πολυλογάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρήχτης
|