πρασινισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
πρασινισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πρασινίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρασινισμένος
|
πρασινισμένος, -η, -ο
|