πριόβολος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πριόβολος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πριόβολος οι πριόβολοι
      γενική του πριόβολου των πριόβολων
    αιτιατική τον πριόβολο τους πριόβολους
     κλητική πριόβολε πριόβολοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριόβολος < μεσαιωνική ελληνική πυροβόλιον < αρχαία ελληνική πυροβόλος < πῦρ + βάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πριόβολος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) εξάρτημα τσακμακιού το οποίο συμβάλλει στη δημιουργία σπίθας για το άναμμα φωτιάς
    ※  Πάντως στορνάρι είναι και η γνωστή πέτρα, που είναι «πυρίτης λίθος», η παλιά τσακμακόπετρα με τον πριόβολο και την ίσκα, που έτσι ανάβανε τα τσιμπούκια τους και που κατ’ επέκταση σημαίνει λίθος σκλη­ρός, αιχμηρός, αγύριστος. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 37.)
  2. (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) τσακμάκι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]