προαπελευθερωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προαπελευθερωτικός < προ- + απελευθερωτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]προαπελευθερωτικός
- που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την απελευθέρωση κάποιας χώρας (π.χ. για την Ελλάδα πριν από το 1944)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- προαπελευθερωτικά
- → δείτε τις λέξεις ελευθερώνω και ελεύθερος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προαπελευθερωτικός
|