προασφαλισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προασφαλισμένος η προασφαλισμένη το προασφαλισμένο
      γενική του προασφαλισμένου της προασφαλισμένης του προασφαλισμένου
    αιτιατική τον προασφαλισμένο την προασφαλισμένη το προασφαλισμένο
     κλητική προασφαλισμένε προασφαλισμένη προασφαλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προασφαλισμένοι οι προασφαλισμένες τα προασφαλισμένα
      γενική των προασφαλισμένων των προασφαλισμένων των προασφαλισμένων
    αιτιατική τους προασφαλισμένους τις προασφαλισμένες τα προασφαλισμένα
     κλητική προασφαλισμένοι προασφαλισμένες προασφαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

προασφαλισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]