προβλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

αρσενικό ή θηλυκό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προβλητ-
ονομαστική
προβλής οἱ
αἱ
προβλῆτες
      γενική τοῦ
τῆς
προβλῆτος τῶν προβλήτων
      δοτική τῷ
τῇ
προβλῆτ τοῖς
ταῖς
προβλῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν
τὴν
προβλῆτ τοὺς
τὰς
προβλῆτᾰς
     κλητική ! προβλής προβλῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προβλῆτε
γεν-δοτ τοῖν  προβλήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προβλής, ήδη ομηρικό στον πληθυντικό < προβάλλω, με προ- + βλη- (όπως βέβληκα, όπως βλητός του βάλλω) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προβλής αρσενικό ή θηλυκό

  1. (αρχική σημασία)
    1. που προβάλλει, που προεξέχει
    2. (ειδικότερα, στον πληθυντικό προβλῆτες) ακρωτήρια
  2. (ελληνιστική σημασία) τεχνητή προεξοχή, προεκβολή στη θάλασσα, προβλήτα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]